ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΣ: «Aν ο Πικάσο ζούσε σήμερα, θα έκανε μία Γκουέρνικα με την τωρινή κατάσταση»
9 Ιανουαρίου, 2013
Ο ζωγράφος που εκθέτει από χθες και για μια εβδομάδα στη «Μυροβόλο» μιλά για τα ερεθίσματα που τον ωθούν να ζωγραφίζει, αλλά και για την κρίση
Με καταγωγή από την Κέρκυρα, διατηρεί εδώ και ένα χρόνο περίπου το ατελιέ του στη Λήμνο, ενώ δεν παύει καλλιτεχνικά να έχει βάση και στην Αθήνα. Όταν μιλάει για την ζωγραφική, σχολιάζει πώς «χρειάζεσαι μία υπερευαισθησία για να ζωγραφίσεις, όχι απλά ευαισθησία, η ευαισθησία είναι τίποτα», ενώ σε τίτλους των έργων του, όπως «Δίλημμα», «Μοναχός» κ.α., δεν παραλείπει να προσθέσει ότι αυτοί δεν αποτελούν παρά «προτάσεις» σ’ αυτόν που θα θελήσει μέσα απ’ το κάθε έργο να βρει τις δικές του ερμηνείες με αφορμή κοινούς προβληματισμούς και κοινά ερεθίσματα τους ανθρώπους και τις ανθρώπινες καταστάσεις. Ο λόγος για τον ζωγράφο Χαράλαμπο Κωνσταντά, έκθεση έργων του οποίου φιλοξενείται από χθες και για μία εβδομάδα στο καφέ μπαρ «Μυροβόλος Άνοιξις»…
Το ξεκίνημα και η άφιξη στη Λήμνο
«Οι πρώτες εικόνες που έχω από εμένα και την ζωγραφική είναι… με ήρωες του Ντίσνεϋ!» θυμάται ο Χαράλαμπος Κωνσταντάς το πώς έκανε τα πρώτα του βήματα στην ζωγραφική συμπληρώνοντας ότι δεν άργησε να βρει τον εαυτό του ως καλλιτέχνη ανάμεσα σ’ αυτά που ήθελε πραγματικά να αφηγηθεί μέσα από τους πίνακές του και εξηγώντας γιατί συνειδητά δεν αποζήτησε τίτλους σπουδών πέραν της βασικής εκπαίδευσης: «Μεγαλώνοντας, δεν μπορούσα να μείνω σε μία φόρμα σταθερή, κάτι με έτρωγε. Αν θα ζωγράφιζα κάτι συγκεκριμένο, ένα μήλο για παράδειγμα, δεν μπορούσα να το αφήσω έτσι. Θα έπρεπε κάτι να βγαίνει μέσα από το μήλο, κάπου αυτό να πηγαίνει, κάτι να γίνεται σε σχέση μ’ αυτό. Το ζητούμενο για μένα δεν ήταν ποτέ να φτιάξω ένα ωραίο μήλο, αλλά να φτιάξω ένα μήλο για να το βάλω μέσα σε μια ιστορία που κάπου θα παραπέμπει, να ανοίξω, δηλαδή, ένα θέμα. Έχοντας κάνει βασική εκπαίδευση σε ελεύθερο και γραμμικό σχέδιο, καθώς και χρωματολογία, ανάλυση χρωμάτων, αποφάσισα να ακολουθήσω αργότερα τον δικό μου δρόμο, μέσα από τα ερεθίσματα που είχα, τα οποία είναι ο άνθρωπος και οι ανθρώπινες καταστάσεις. Μέσα από σχήματα και χρώματα προσπαθώ να δώσω αυτό που αισθάνομαι σε ένα ελεύθερο περιβάλλον, χωρίς συμβιβασμούς και όρια. Δεν ήθελα να συμβιβαστώ σε τεχνικές και δομές που σε κρατάνε κάπου, δε με ενδιέφερε αυτό, αλλά κάτι πιο ριζοσπαστικό, κάτι πιο διαφορετικό. Η νόρμα με φόβιζε και εξακολουθεί να με φοβίζει, είναι ίσως ο τρόμος μου αυτό το πράγμα».
Έχοντας ζήσει στην Αθήνα, όπου και διατηρεί επίσης ατελιέ, αλλά και στο εξωτερικό μιλάει για το πώς το νησί της Λήμνου ήταν για τον ίδιο μία συνειδητή επιλογή εδώ και έναν πλέον χρόνο, μία επιλογή συνυφασμένη άμεσα με τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες: «Η Λήμνος είναι ένα καταπληκτικό νησί, με πολύ απλά και γήινα χρώματα. Πιστεύω ότι είναι ένα νησί για καλλιτέχνες, ανθρώπους που ασχολούνται με τη δημιουργία είτε είναι ζωγράφοι, είτε είναι μουσικοί, ποιητές ή οτιδήποτε άλλο. Είναι ένας τόπος που σε βοηθάει από μόνος του να δημιουργήσεις, δε σε μπλοκάρει. Ο φόβος ενός ανθρώπου που ασχολείται με δημιουργικές δουλειές είναι να μπλοκαριστεί. Στο νησί δε συμβαίνει αυτό, βοηθάει ο χώρος. Έχει συμβεί να περάσω τέτοιες περιόδους στην Αθήνα, στο εξωτερικό ή αλλού και ο λόγος συνήθως είναι η υπερβολική πληροφόρηση. Όταν ένας άνθρωπος θέλει να δημιουργήσει, αντλεί επιρροές από το περιβάλλον και την ζωή του, από οπουδήποτε. Πάντως, αντλεί. Αν δεν υπάρχει κάποιο μέτρο, γεμίζει περισσότερες πληροφορίες από ό,τι θέλει με αποτέλεσμα να “καίγεται”, να μην αντέχει αυτό το φορτίο και αυτό το φορτίο έχει ως αποτέλεσμα να κάνεις κάτι άλλο για να εκτονωθείς, δεν μπορείς να δουλέψεις μ’ αυτό και αυτό, μεταφράζεται σε κάποιο διάστημα απραξίας». Εξηγώντας αυτήν την αγωνία μιας δημιουργικής ενασχόλησης σχολιάζει το πώς «όσο είσαι πιο νέος, επειδή το μυαλό δεν είναι τόσο μπλοκαρισμένο, η δημιουργία έρχεται πιο εύκολα, ενώ όσο μεγαλώνεις, σφίγγει το μυαλό, υπάρχει και ο εγωισμός της προσωπικότητας, το ότι έχεις παγιώσει κάποια πράγματα που δε θες εύκολα να τα αλλάξεις και να δεχτείς ότι υπάρχει και κάτι άλλο κτλ.» και καταλήγει σε ένα συμπέρασμα μιας πορείας που μετράει πλέον δεκαετίες: «Ευτυχώς, αυτό δε συνέβη σε μένα. Αντιθέτως, όσο πιο πολύ μεγαλώνω, τόσο πιο πολύ ξεμπλοκάρει το μυαλό μου και τα δημιουργικά διαστήματα έχουν γίνει πιο πυκνά. Έχω βρει έναν τρόπο να τακτοποιώ τα πράγματα μέσα μου και να βρίσκω τον στόχο μου. Αισθάνομαι σαν το κρασί σ’ αυτό το θέμα: ότι παλιώνοντας έρχομαι πιο κοντά σ’ αυτά που θέλω να κάνω, ξεκαθαρίζει το τοπίο.».
Για την «οικονομική κρίση»
Έχοντας επιλέξει την ζωγραφική ως επάγγελμα, ο Χαράλαμπος Κωνσταντάς μιλάει για μία «συνειδητή επιλογή, αν και δύσκολος τρόπος βιοπορισμού», ενώ έχοντας αφιερώσει ολόκληρη σειρά έργων του, «αρκετά σκοτεινά», στην οικονομική κρίση μιλάει για αυτήν αναλυτικότερα, καθώς και για το πώς νιώθει έχοντας περάσει και ο ίδιος «όλα της τα στάδια»: «Πιστεύω ότι πλησιάζουμε σε μία εποχή αναγέννησης, κάτι καινούργιο θα συμβεί πάλι. Έχουμε φτάσει σε έναν τέτοιο κορεσμό, που πιστεύω ότι είμαστε κοντά σε μία παγκόσμιου τύπου αλλαγή. Πιστεύω ότι θα γίνει, εάν αφήσει ο άνθρωπος λίγο το πνεύμα του ελεύθερο. Αλλιώς, θα δεχτεί την κατάσταση ως άλλη μια πραγματικότητα, κάτι καινούργιο, αλλά ζοφερό. Πρέπει, όμως, να σηκώσουμε κεφάλι, είμαστε στην περίοδο που ο καθένας μας πρέπει να αναλογιστεί λίγο μέσα του. Να αναλογιστεί τι; Ποιο είναι το πραγματικό νόημα της ζωής, τελικά; Γιατί ζούμε; Για ποιο λόγο; Για να πληρώνουμε το ΔΝΤ ή να βγάζουμε λεφτά; Αν ήταν μόνο αυτό, θα ήμασταν ρομπότ, δε θα χρειαζόταν να έχουμε πνευματικές ανησυχίες. Μήπως έχουμε ξεφύγει από το νόημα της ζωής; Μήπως μας έχουν παραπλανήσει για να μας εκμεταλλεύονται; Μήπως έχει φτάσει η ώρα να αλλάξουν όλα αυτά με κάποιο τρόπο;». Ως εκπρόσωπος του μεταμοντέρνου ρεύματος, αυτού που «ξεκίνησε αρχές του 20ου αιώνα, Καντίνσκι, Πικάσο, Νταλί, μετά τον ιμπρεσιονισμό, όλα τα κύματα που ακολούθησαν μετά από αυτόν», καθώς αυτοσυστήνεται, νιώθει ότι έχει καλλιεργήσει και δικούς του τρόπους, «τρόπους που ίσως απλά δεν μπορούσαν ορισμένοι να βρουν σε προγενέστερες εποχές επειδή ο άνθρωπος δεν υπήρχε στην τωρινή του εξέλιξη» λέγοντας χαρακτηριστικά ότι αυτοί δεν έχουν να κάνουν μόνο με τεχνογνωσία, αλλά και με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής: «Σίγουρα, αν ο Πικάσο ζούσε σήμερα, θα έκανε μία σχετική Γκουέρνικα με την τωρινή κατάσταση. Δεν πιστεύω ότι η φρίκη που έχει αποδώσει στην Γκουέρνικα απέχει πολύ από αυτό που ζούμε σήμερα. Τότε, ο πόλεμος ήταν πραγματικός, τώρα είναι ψυχολογικός, σε σκοτώνουν μέσα σου, που είναι ίσως χειρότερο…».
Μέσα από την ζωγραφική
«Τα ερεθίσματα που έχω είναι ερεθίσματα που έχουν όλοι οι άνθρωποι: όλοι οι άνθρωποι έχουν περάσει από ένα “Δίλημμα”, όλοι οι άνθρωποι έχουν αισθανθεί σαν “Μοναχοί”, όλοι έχουν δοκιμάσει να πάνε σε “Βαθιά νερά”» απαντά ο κ. Κωνσταντάς στο από πού αντλεί συνήθως ερεθίσματα για την ζωγραφική του χρησιμοποιώντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τους τίτλους και εν προκειμένω, σε ορισμένα από αυτά της τρέχουσας έκθεσής του και σχολιάζει: «Υπάρχει κάτι κοινό, κάτι συμβατό με όλους μας επάνω σ’ αυτά τα θέματα. Έτσι, δίνοντας μια ερμηνεία σε έναν πίνακα, έναν τίτλο για παράδειγμα, δε θέλω ο άλλος να εγκλωβιστεί σ’ αυτόν. Ο τρόπος δουλειάς είναι ελεύθερος και μπορεί πάντα ο άλλος να πιάσει μία άλλη έννοια ή πιάνοντας την ίδια να κάνει διαφορετική ανάπτυξη. Αυτό είναι και το μαγικό: εγώ προτείνω, λέω “παιδιά, έφτιαξα αυτό και είναι αυτό”. Ο τίτλος είναι μόνο μια πρόταση…», ενώ χαμογελά λέγοντας ότι κάθε καλλιτέχνης «μέσα από την τέχνη, μέσα από το τραγούδι, την ζωγραφική ή οτιδήποτε άλλο, βγαίνουν αυτά που υπάρχουν».
Τι σημαίνει, όμως, για τον ίδιο το κάθε έργο ξεχωριστά, πέρα από το να εκφράζει μια ολόκληρη εποχή μέσα τους ανθρώπους της; Περιγράφοντας την δημιουργική διαδικασία, αναφέρει: «Η ενέργεια που έχεις δώσει σε έναν πίνακα, ακόμη και αν κάτι έχεις σβήσει, δε χάνεται. Υπάρχει πάντα κάτι, επειδή η ίδια η διαδικασία είναι ενεργειακή κατάσταση. Έχει συμβεί να μου πάρει κάποιο έργο χρόνια περιμένοντας να ωριμάσω εγώ πρώτα προτού το ξαναπιάσω, αφού, αν το έκανα νωρίτερα, θα το κατέστρεφα. Παλιότερα, έχει συμβεί και να σβήσω επάνω σε ένα έργο και ξανά πάλι. Τώρα, αφήνω να ωριμάσει και αυτό και… εγώ! Είναι μία κατάσταση συναρπαστική, η σχέση και εγκεφαλικά και πρακτικά, με το πινέλο. Χρειάζεσαι μία υπερευαισθησία για να ζωγραφίσεις, όχι απλά ευαισθησία, η ευαισθησία είναι τίποτα. Θέλεις υπερευαισθησία και πιο πάνω ακόμη για να αγγίξεις κάποιες χορδές και να μπορέσεις να φτάσεις σε μια μαγεία, να βγει κάτι το οποίο θα είναι ζωντανό. Αυτό θέλει ένας ζωγράφος: να φτιάξει κάτι που θα ‘ναι ζωντανό.».
Όσο για το ποια είναι η κρυφή επιθυμία ενός ζωγράφου, όταν το έργο του φεύγει πλέον από αυτόν; «Θα ήθελα οι άνθρωποι να το δούνε πιο βαθιά: όταν θα πάρουν έναν πίνακα, να μη συμβαίνει αυτό επειδή ταιριάζει στο σαλόνι. Να νιώθουν ότι κάποιος άνθρωπος έχει αφήσει την ψυχή του επάνω σ’ αυτόν για να περάσει κάποια μηνύματα. Να καταλάβουν ότι πρόκειται για μία κατάθεση ψυχής, ότι ένας άνθρωπος θυσιάζει την τεχνοκρατική του πλευρά. Θα μπορούσα να κάνω μία άλλη δουλειά, είμαι άνθρωπος με ενέργεια. Δεν είναι, όμως, αυτό που με εκφράζει. Έτσι, θα ήθελα καθένας μέσα από έναν πίνακα ζωγραφικής να αντλήσει πράγματα που θα τον βοηθήσουν και ψυχολογικά και να δει μια διαφορετική πλευρά, όχι αυτό το ρηχό που προσπαθούν να μας περάσουν» απαντά ο Χαράλαμπος Κωνσταντάς και συνδέει αυτήν την ανάγκη με την τρέχουσα εποχή της οικονομικής κρίσης προσθέτοντας: «Σήμερα, δεν είναι τυχαίο ότι ένα δύο τοις εκατό ελέγχει παγκόσμια έναν ολόκληρο πληθυσμό με σκοπό να τον κρατήσει χαμηλά, να μην υπάρχει πνευματικότητα, να υπάρχει πληθώρα αγαθών, να γίνουμε υλιστές και να μη σηκώνουμε κεφάλι. Μόνο μέσα από το πνεύμα μπορεί ο άνθρωπος να ξεχωρίσει, είναι αυτό που τον κάνει να ξεχωρίζει από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο: το πνεύμα και η ελευθερία της βούλησης. Αυτό το δύο τοις εκατό συστηματικά και μεθοδευμένα δεν θέλει κάτι τέτοιο. Γίνεται τώρα, γινόταν και παλιά και νομίζω, θα γίνεται και στο μέλλον, αν δε γίνει κάτι. Αυτό ζούμε.».
Πηγή: www.evdomi.gr