Επιστημονική Προσέγγιση της Παιδ/κής Αξίας
Από το 1987, μετά την κατάκτηση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος μπάσκετ από την εθνική ελληνική ομάδα, ξεκίνησε στην Καβάλα, υπό την αιγίδα του δήμου, το πρωτάθλημα μίνι μπάσκετ των δημοτικών σχολείων. Το πρωτάθλημα αυτό συμπλήρωσε ήδη δεκαοκτώ χρόνια ζωής και έχει καταστεί ένας πολύ αγαπημένος θεσμός στη τοπική κοινωνία.
Από τις πρώτες κιόλας διοργανώσεις, το ενδιαφέρον των οργανωτικών επιτροπών εστιάστηκε στην παιδαγωγική επίδραση, που θα μπορούσε να επιφέρει αυτό το πρωτάθλημα, τόσο πάνω στους συμμετέχοντες μαθητές, όσο και στο σχολικό τους περιβάλλον.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι παραμελήθηκαν τα φυσικά οφέλη από την άθληση. Τα ελληνόπουλα θεωρούνται από τα πιο υπέρβαρα παιδιά της Ευρώπης1 και ως εκ τούτου, η όποια παρεχόμενη επιπλέον της σχολικής άσκησης, έχει πολλά να προσφέρει στον τομέα της οικοδόμησης μιας καλής υγείας.
Δυστυχώς, σε όχι λίγες περιπτώσεις, η παιδαγωγική διάσταση του πρωταθλήματος μίνι μπάσκετ παραβλέφθηκε καθοριστικά και αρκετοί εμπλεκόμενοι, γονείς και εκπαιδευτικοί, το εξέλαβαν κυρίως ως ένα θεσμό που θα μπορούσε να προσθέσει κάποιου είδους αξία στα σχολεία, στους αθλούμενους ή και στους προπονητές.
Ωστόσο, το πρωτάθλημα μίνι μπάσκετ δεν μπορεί να αποτελεί τίποτε άλλο, πέρα από μια «εισαγωγική εμπειρία» των μικρών μαθητών στην κοινωνία των «μεγάλων».
Πρέπει να τονιστεί εξαρχής ότι το πρωτάθλημα μίνι μπάσκετ είναι ένα «άνισο» πρωτάθλημα, αφού σε αυτό συμμετέχουν σχολεία με πολλούς μαθητές, αλλά και σχολεία που μόλις και μετά βίας συμπληρώνουν τον απαιτούμενο για μια ομάδα μπάσκετ, αριθμό μαθητών. Είναι φανερό ότι τα πρώτα σχολεία έχουν περισσότερες πιθανότητες διάκρισης, αφού διαθέτουν περισσότερες δυνατότητες επιλογής μεταξύ παιδιών, πολλά από τα οποία αθλούνται στις ακαδημίες μπάσκετ των συλλόγων της πόλης. Επιπλέον, κάποιοι από τους γυμναστές – προπονητές, που ορίζονται να προπονήσουν τα παιδιά είναι ειδικευμένοι στο μπάσκετ, ενώ οι υπόλοιποι έχοντας άλλες ειδικότητες δεν μπορούν να ανταγωνιστούν σε εξειδικευμένες γνώσεις τους πρώτους. Έτσι, ακόμη και η πιο ενδελεχής προσπάθεια (που πράγματι καταβάλλεται), για την τήρηση των κανόνων δικαίου και ισότητας, από την πλευρά της οργανωτικής επιτροπής και από τους διαιτητές, σχεδόν ακυρώνεται αφού δεν μπορεί να αναιρέσει την προεγκαταστημένη δομική ανισότητα του πρωταθλήματος.
Ωστόσο κανένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα δεν μπορεί να εγγυηθεί την πλήρη εξάλειψη της κοινωνικής ανισότητας και ως εκ τούτου κανένα παιδί δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα ζήσει στο εγγύς, τουλάχιστον, μέλλον, μέσα στο πλαίσιο μιας απόλυτα δίκαιης κοινωνίας. Τουναντίον, οι μελλοντικές κοινωνίες, προσανατολισμένες στον έντονο ανταγωνισμό, φαίνεται ότι θα γίνουν περισσότερο επιθετικές, σκληρές και άφιλες. Ο κοινωνιολόγος Τσουκαλάς αναφέρει ότι ήδη οι άνθρωποι κλείνονται στο «κουκούλι του αυτισμού τους» και γεμίζουν φοβίες και παθητικότητα. Έτσι διαφαίνεται ότι η επιβίωση στις κοινωνίες του μέλλοντος θα προϋποθέτει την ανάπτυξη ξεχωριστών ικανοτήτων / δεξιοτήτων ανταγωνισμού αλλά και συνεργασίας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ανισότητες και οι λοιπές κοινωνικές αντιξοότητες.
Εδώ ακριβώς έρχεται να καταθέσει την συνεισφορά του το πρωτάθλημα μίνι μπάσκετ. Προσπαθεί να «μάθει» στα παιδιά ότι μέσα από την προσπάθεια βελτίωσης των συνεργαζόμενων μελών μιας ομάδας, μπορεί να αντιμετωπισθεί και σε πολλές περιπτώσεις να «υπέρ-νικηθεί», η όποια ανισότητα.
Η κατάργηση της ανταγωνιστικότητας του μίνι μπάσκετ (το να μην ανακηρύσσεται πρωταθλητής κ.ά.), που προτάθηκε από μερικούς εκπαιδευτικούς, στο παρελθόν, αφενός μεν θα δημιουργούσε συνθήκες μιας ψευδούς πραγματικότητας, αφετέρου δε ουδόλως θα καταργούσε τον ανταγωνισμό, που όντας συνυφασμένος με την ανθρώπινη φύση, αναπτύσσεται και μέσα στο περιβάλλον της ίδιας της ομάδας.
Η έννοια της ομάδας δεν περιλαμβάνει αναγκαστικά θετικά συναισθήματα, αναγνώριση της αξίας των άλλων και αποδοχή της ιεραρχίας. Τουναντίον, στις περισσότερες των περιπτώσεων, στο πλαίσιο της ομάδας διεξάγονται σκληρές μάχες για τη διεκδίκηση της ηγεσίας της και την άνοδο στα σκαλοπάτια της ιεραρχίας. Δουλειά του προπονητή μιας ομάδας μίνι μπάσκετ είναι να δώσει ευκαιρίες σε όλα τα μέλη της να εργαστούν για δείξουν την αξία τους και να διεκδικήσουν μια καλύτερη θέση. Το μέτρο της ατομικής επιτυχίας όμως, καθορίζεται από την ομαδική. Αυτό σημαίνει την παράλληλη ανάπτυξη τόσο των ατομικών δεξιοτήτων, όσο και των αντίστοιχων συνεργατικών. Υπέρτατος στόχος είναι να μάθουν τα παιδιά να αναγνωρίζουν την αξία του συναθλητή αλλά και να προσπαθούν παράλληλα, ανεβάζοντας τη δική τους προσπάθεια, να τον ξεπεράσουν, χωρίς να τον φθονούν και τον υποσκάβουν. Αντίθετα, πρέπει να συνηθίσουν να συνεργάζονται μαζί του, για την επίτευξη των κοινών στόχων. Σε αυτές τις διεργασίες ο ρόλος του εκπαιδευτικού – προπονητή είναι καθοριστικός και οι γνώσεις του γύρω από το μπάσκετ φαίνεται να παίζουν το μικρότερο ρόλο.
Η διαχείριση της ανθρώπινης επιθετικότητας, είτε αυτή είναι εγγενής είτε κοινωνικά μαθημένη (ή και τα δυο μαζί), αποτελεί άλλο ένα κρίσιμο σημείο παιδαγωγικής εστίασης. Η παροχέτευση της επιθετικότητας σε ένα, υπό ελεγχόμενες συνθήκες παιχνίδι, αφήνει τόσο τον επιτιθέμενο όσο και την κοινωνία αβλαβείς. Για το λόγο αυτό ο αθλητισμός θεωρείται, από αρκετούς ψυχολόγους, το ηθικό ισοδύναμο του πολέμου.
Οι άνθρωποι έχουν την τάση να συσπειρώνονται σε ομάδες. Τα μέλη των ομάδων τείνουν να αξιολογούν ευνοϊκότερα όσους ανήκουν στη δική τους ομάδα, ακόμη και στις περιπτώσεις που η τελευταία είναι προσωρινή ή άτυπη. Η συστράτευση του καθενός σε συγκεκριμένες ομάδες, «υποστηρίζει» την κοινωνική του ταυτότητα. Επομένως, η διάκριση της ομάδας γίνεται αντιληπτή ως αύξηση της ατομικής και κοινωνικής αξίας όσων συμμετέχουν ή απλώς την υποστηρίζουν. Έτσι εξηγείται γιατί σε αρκετές περιπτώσεις γονείς και εκπαιδευτικοί ταυτίζονται ισχυρά με την ομάδα μίνι μπάσκετ του σχολείου τους και ξεπερνούν τα όρια μιας αποδεκτής υποστήριξης των παιδιών που αγωνίζονται. Οι πιο συνηθισμένες αντιδράσεις των μελών των ομάδων, που υστερούν στον κοινωνικό ανταγωνισμό, είναι να αμφισβητούν τη νομιμοποίησή του (εν προκειμένω αμφισβητείται η εντιμότητα των διαδικασιών του πρωταθλήματος), να προβαίνουν σε δευτερεύουσες αξιολογήσεις (π.χ. το καλύτερο «μικρό» σχολείο) ή να παραιτούνται της προσπάθειας και να περιθωριοποιούνται. Πράγματι, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται, ορισμένα σχολεία, που εξαιτίας μικρού αριθμού μαθητών θεωρούν μηδαμινές τις ελπίδες διάκρισης, να αποφεύγουν τη συμμετοχή στο πρωτάθλημα. Με την επιλογή όμως αυτή αποστερείται από τους μαθητές η χαρά του παιχνιδιού, αλλά κυρίως οι τελευταίοι «εθίζονται», όταν βρίσκουν δυσκολίες, να αποφεύγουν τη δράση και να αποσύρονται στο περιθώριο.
Το ελληνικό σχολείο έχει ήδη μετατραπεί σε πολυπολιτισμικό. Αρκετά παιδιά μεταναστών αντιμετωπίζοντας δυσκολίες με την επίσημη γλώσσα του σχολείου, αλλά και τις ξενοφοβικές προβολές της πλειοψηφίας, δυσκολεύονται να οικοδομήσουν μια ικανοποιητική αυτό-εκτίμηση και εντέλει να ενταχθούν στην κοινωνία. Έτσι, πολλές φορές καταλήγουν στην απομόνωση, ενώ σε μερικές περιπτώσεις αντιμετωπίζουν επιθετικά την πλειοψηφία. Οι μετανάστες μαθητές, που συμβάλλουν με την προσπάθειά τους στη διάκριση του σχολείου τους, κερδίζουν την εκτίμηση των συμμαθητών τους, εντάσσονται ευκολότερα στη μικροκοινωνία του σχολείου και αυξάνουν την αυτοεκτίμησή τους. Αρκετές ερευνητικές εργασίες έχουν δείξει ότι συνάθληση των μεταναστών με τους ντόπιους στο πλαίσιο της ίδιας ομάδας, μπορεί να καταλύσει στερεότυπες αντιλήψεις και να συμβάλει στην ομαλή ένταξη των παιδιών των μεταναστών στις κοινωνίες που ζουν.
Για όλους αυτούς τους λόγους, αλλά και για πολλούς ακόμη, που είναι περισσότερο ευδιάκριτοι και γι αυτό δεν κρίθηκε σκόπιμο να υποστηριχθούν, παρακαλούμε και ελπίζουμε να διαφυλαχθεί ο θεσμός του πρωταθλήματος μίνι μπάσκετ, ως πολύτιμος κοινωνικοπαιδαγωγικός επεξεργαστής.
Από τον Δημήτρη Παπαδόπουλο, μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής του Πρωταθλήματος Μίνι Μπάσκετ του Δήμου Καβάλας