«Περικυκλωμένη» από ρήγματα, αλλά όχι σεισμικά επικίνδυνη, η Α.Μ.-Θ.

2 Απριλίου, 2013

Πόσο σεισμογενής είναι η περιοχή της Καβάλας και ευρύτερα η ανατολική Μακεδονία και η Θράκη; Υπάρχει λόγος οι κάτοικοι να ανησυχούν; Ποια είναι η επιστημονική εκτίμηση για τη σεισμικότητα στην ανατολική Μακεδονία και στη Θράκη τα επόμενα χρόνια; Σ’ αυτά και σε αρκετά ακόμα ερωτήματα, έδωσε απαντήσεις ο καθηγητής γεωφυσικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Κώστας Παπαζάχος, στην ομιλία που πραγματοποίησε χθες το απόγευμα, στην αίθουσα συνεδριάσεων του Διοικητηρίου της Περιφερειακής Ενότητας Καβάλας, στο πλαίσιο της εκδήλωσης που διοργάνωσε το Τμήμα Ανατολικής Μακεδονίας του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, με θέμα τη σεισμική επικινδυνότητα στην ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη.

Η γνώση και η ενημέρωση μειώνουν το φόβο

Έπειτα από το καλωσόρισμα και τον πρόλογο του προέδρου του Τμήματος Ανατολικής Μακεδονίας του ΓΕΩΤ.Ε.Ε., Ζαφείρη Μυστακίδη και την παρουσίαση του βιογραφικού του ομιλητή, ο Κ. Παπαζάχος άρχισε την πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία του μιλώντας γενικά για το φαινόμενο του σεισμού. Η σεισμολογία, είπε, είναι μία «φρέσκια» επιστήμη, η οποία έχει «ζωή» περίπου εκατό χρόνια. Ωστόσο, έχει αναπτύξει ένα αρκετά αξιόλογο έργο στην καταγραφή και μελέτη των σεισμών, το οποίο έχει βοηθήσει τις χώρες όλου του κόσμου και ιδιαίτερα εκείνες στις οποίες το φαινόμενο είναι πιο συχνό και πιο έντονο, να σχεδιάσουν προληπτικά προγράμματα και μέτρα. Η πρόληψη, άλλωστε, είναι η πιο αποτελεσματική άμυνα απέναντι σε ένα πανάρχαιο φυσικό φαινόμενο, το οποίο προκαλούσε, πάντα, δέος και φόβο στους ανθρώπους, καθώς και μεγάλες καταστροφές και απώλειες ζωών. Με την ανάπτυξη της επιστήμης της σεισμολογίας αυξήθηκε η γνώση. Και η γνώση, σε συνδυασμό με την ενημέρωση του πληθυσμού, μείωσαν τον φόβο. Σεισμοί θα γίνονται συνέχεια, όσο θα υπάρχει ο πλανήτης γη, επομένως ο άνθρωπος πρέπει να μάθει να ζει μ’ αυτούς. Η ενημέρωση, λοιπόν, ήταν ο σκοπός της χθεσινής εσπερίδας, ωστόσο το κοινό ήταν περιορισμένο. Κι ας ζούμε στην πιο σεισμογενή χώρα της Ευρώπης, όπως σημείωσε ο Κ. Παπαζάχος, όπου γίνονται οι έξι στους δέκα σεισμούς.

Αν και η μεγαλύτερη σεισμική δραστηριότητα παρατηρείται στη νότια και δυτική Ελλάδα, είπε ο καθηγητής, ότι συμβαίνει εκεί επηρεάζει και τη βόρεια χώρα. Το Αιγαίο πέλαγος, πρόσθεσε, είναι μία περιοχή, η οποία εμφανίζει το εξής παράδοξο γεωφυσικό γεγονός. Ενώ δέχεται πιέσεις από τις γύρω λιθοσφαιρικές πλάκες, παράλληλα τα τοπικά ρήγματα της Ευρασιατικής πλάκας, τμήμα της οποίας είναι το Αιγαίο, κινούνται με αντίθετες διευθύνσεις προς βορρά και προς νότο, δημιουργώντας επεκτατικά φαινόμενα. «Υπάρχει μία αόρατη δύναμη, η οποία «τραβάει» τις πλάκες προς βορρά και προς νότο», ανέφερε ο Κ. Παπαζάχος και σημείωσε ότι οι περιοχές της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης είναι, γενικά, χαμηλής σεισμικής δραστηριότητας. Όμως, γειτνιάζουν με δύο σημαντικά ρήγματα, τα οποία έχουν δώσει μερικούς μεγάλους σεισμούς κατά το παρελθόν και συχνούς της μεσαίας και μικρής κλίμακας. Πρόκειται για το λεγόμενο «Σερβομακεδονικό ρήγμα» στην κεντρική Μακεδονία και το γνωστό «ρήγμα της Ανατολίας», το οποίο διέρχεται μεταξύ των νησιών της Σαμοθράκης και της Λήμνου. Επομένως, οι αρχές και οι κάτοικοι στην ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη πρέπει να βρίσκονται σε επαγρύπνηση.

Η σεισμική δραστηριότητα στην Ελλάδα

Οι περισσότεροι σεισμοί οφείλονται στις κινήσεις των λιθοσφαιρικών πλακών και κατά συνέπεια, οι ζώνες έντονης σεισμικής δράσης ταυτίζονται με τις παρυφές των πλακών. Ο ελληνικός χώρος βρίσκεται στα όρια επαφής και σύγκλισης της Ευρασιατικής πλάκας με την Αφρικανική, γι’ αυτό και είναι χώρος μεγάλης σεισμικότητας. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στη Μεσόγειο και την Ευρώπη και την έκτη θέση σε παγκόσμιο επίπεδο, μετά την Ιαπωνία, τις Νέες Εβρίδες, το Περού, τα νησιά Σολομώντα και τη Χιλή. Βασικό τεκτονικό γνώρισμα του ελληνικού χώρου είναι το «ελληνικό τόξο», ή «τόξο του Αιγαίου», το οποίο αποτελεί το όριο επαφής της Ευρασιατικής λιθοσφαιρικής πλάκας, τμήμα της οποίας είναι το Αιγαίο πέλαγος και της Αφρικανικής πλάκας, τμήμα της οποίας είναι η λιθόσφαιρα της ανατολικής Μεσογείου. Οι δύο αυτές λιθοσφαιρικές πλάκες συγκλίνουν με σχετική ταχύτητα 2,5 εκατοστά το χρόνο, με συνέπεια την καταβύθιση της ωκεάνιας πλάκας της ανατολικής Μεσογείου, λόγω μεγαλύτερης πυκνότητας, κάτω από την ηπειρωτική πλάκα του Αιγαίου. Ο Κ. Παπαζάχος παρομοίωσε την κίνηση αυτή, με μία μεταλλική πλάκα που βυθίζεται απότομα μέσα σε μία σκάφη γεμάτη με νερό. Το τόξο που δημιουργείται στην περίπτωση αυτή, αποτελείται από την ελληνική τάφρο, το νησιωτικό τόξο, την οπισθοτάφρο και το ηφαιστειακό τόξο. Η τάφρος δημιουργείται κατά μήκος της επαφής των δύο πλακών. Πρόκειται για ένα σύστημα τάφρων , μία σειρά από βαθιές θαλάσσιες λεκάνες από τη Ρόδο έως και την Κεφαλονιά, «γνωστή και ως ελληνική δίαυλος».

Το μέγιστο βάθος της εντοπίστηκε νοτιοδυτικά της Πελοποννήσου, στο Ιόνιο πέλαγος (βάθος περίπου 4.500 μέτρα). Αυτό είναι το βαθύτερο σημείο της Μεσογείου. Το νησιωτικό τόξο αποτελείται από μία σειρά διαδοχικών νησιών, όπως η Ρόδος, η Κρήτη, τα Κύθηρα και από την Πελοπόννησο. Τοποθετείται παράλληλα ως προς την τάφρο και σε μικρή απόσταση από αυτήν. Το τόξο αυτό δημιουργείται από την παραμόρφωση και ανύψωση πετρωμάτων, κυρίως ιζηματογενών, του περιθωρίου της Ευρασιατικής πλάκας και περιλαμβάνει πολύ παραμορφωμένα πετρώματα της Αλπικής πτύχωσης. Η οπισθοτάφρος είναι μία θαλάσσια λεκάνη (Κρητικό πέλαγος) μικρότερου βάθους από την τάφρο. Το μέγιστο βάθος της φτάνει στα 2.000 μέτρα περίπου. Η λεκάνη αυτή βρίσκεται μπροστά από το νησιωτικό τόξο και πάνω στην Ευρασιατική πλάκα. Το ηφαιστειακό τόξο αποτελείται από διαδοχικά ηφαίστεια, ενεργά και ανενεργά (Σουσάκι, Μέθανα, Μήλος, Σαντορίνη, Νίσυρος). Η δημιουργία τους οφείλεται σε ανάτηξη υλικού της υποβυθιζόμενης Αφρικανικής πλάκας. Κατά την άνοδό του, το υλικό αυτό διαπερνά την Ευρασιατική πλάκα και σχηματίζει τα ηφαίστεια. Όλοι οι παραπάνω σχηματισμοί, σχολίασε ο Κ. Παπαζάχος, μοιάζουν με το κοίλο ενός αρχαίου ελληνικού θεάτρου, το οποίο είναι βυθισμένο κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Όσον αφορά την περιοχή του βορείου Αιγαίου, βασικό μορφολογικό χαρακτηριστικό της είναι η τάφρος του βορείου Αιγαίου, με βάθος 1.500 μέτρα περίπου.

Η γεωγραφική κατανομή των επίκεντρων των σεισμών στον ελληνικό χώρο

Τα επίκεντρα των επιφανειακών σεισμών στον ελληνικό χώρο και στις γύρω περιοχές εμφανίζουν σημαντική διασπορά. Παρόλα αυτά, τα περισσότερα διατάσσονται κατά μήκος μιας τοξοειδούς ζώνης στην περιοχή του «ελληνικού τόξου» (δυτική Αλβανία – νησιά Ιονίου πελάγους – Κρήτη – Κάρπαθος – Ρόδος – νοτιοδυτική Τουρκία). Σημαντική σεισμική δραστηριότητα παρατηρείται, επίσης, στην περιοχή του βορείου Αιγαίου και της βορειοδυτικής Ανατολίας, ενώ οι σεισμοί ενδιάμεσου βάθους εκδηλώνονται στην περιοχή του νοτίου Αιγαίου. Το θέμα της σεισμικής δραστηριότητας στο Αιγαίο και τα αίτια της, είναι αρκετά πολύπλοκο. Πρόσφατα στοιχεία έδειξαν ότι η σεισμική δραστηριότητα στο Αιγαίο είναι αυξημένη εξαιτίας:

1) Συμπιεστικής δύναμης που οφείλεται στη σύγκλιση της Αφρικανικής – Ανατ. Μεσογείου λιθοσφαιρικής πλάκας με την αντίστοιχη Ευρασιατική – Αιγαίο. Η σύγκλιση αυτή προκαλεί τους επιφανειακούς σεισμούς κατά μήκος του «ελληνικού τόξου» και τους σεισμούς ενδιάμεσου βάθους στο νότιο Αιγαίο.

2) Συμπιεστικής δύναμης που οφείλεται στην αριστερόστροφη περιστροφή της Αδριατικής – Απουλίας πλάκας. Η περιστροφή προκαλεί τη γένεση επιφανειακών σεισμών κατά μήκος των δυτικών ακτών της Κεντρικής Ελλάδας, της Αλβανίας και της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

3) Συμπιεστικής δύναμης που οφείλεται κυρίως στην κίνηση της Τουρκικής – Ανατολίας λιθοσφαιρικής πλάκας προς τα δυτικά, που με τη σειρά της η κίνηση αυτή οφείλεται στην προς βορρά κίνηση της Αραβικής πλάκας.

4) Οριζόντιων εφελκυστικών δυνάμεων που έχουν διεύθυνση βορρά – νότου και αναπτύσσονται στην κάτω επιφάνεια της λιθόσφαιρας του Αιγαίου, εξαιτίας της οριζόντιας κίνησης των ρευμάτων μεταφοράς.

Τέλος, να αναφέρουμε λίγα λόγια για τον Κ. Παπαζάχο. Είναι κάτοχος πτυχίων Φυσικής (1990) και Γεωλογίας (1994), διδάκτορας Γεωφυσικής στο Α.Π.Θ., υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ.), επισκέπτης ερευνητής στο Τμήμα Γεωλογικών και Γεωφυσικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Princeton (Η.Π.Α.), ερευνητής Δ’ και ερευνητής Γ΄ στο Ινστιτούτο Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών (Ι.Τ.Σ.Α.Κ.), επίκουρος καθηγητής Γεωφυσικής στο Εργαστήριο Γεωφυσικής του Α.Π.Θ., αναπληρωτής καθηγητής Γεωφυσικής στο ίδιο Εργαστήριο, μέλος πολλών ελληνικών και διεθνών γεωφυσικών συλλόγων, ενώ έχει γράψει δεκάδες εργασίες και άρθρα.

Να σημειώσουμε, ακόμα, ότι η παρακολούθηση της σεισμικής δραστηριότητας στην περιοχή της Καβάλας, γίνεται μέσω του σεισμολογικού σταθμού στη Λεύκη, η εγκατάσταση του οποίου χρηματοδοτήθηκε από την τέως Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Καβάλας.

Πηγή: www.k-tipos.gr

eXTReMe Tracker