Ο «Πυθαγόρας» ως Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός»
Θα πρέπει να πάμε τουλάχιστον στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η Καβάλα ήταν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό δεν εμπόδισε την πόλη να είναι ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα του υπόδουλου ελληνισμού, κυρίως χάρη στην εξαγωγή του καπνού, που την κατέστησε γνωστή σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Ο ελληνικός πληθυσμός είχε πολλαπλασιασθεί μέσα σε μια πεντηκονταετία. Η αλματώδης αυτή ανάπτυξη της πόλης είχε σαν αποτέλεσμα, εκτός της οικονομικής ευημερίας, την πνευματική της άνθιση και τον εξωραϊσμό της. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα, στηριγμένη στις οικονομικές ενισχύσεις των μελών της, ανέλαβε την πρωτοβουλία της ανέγερσης πλήθους κοινωφελών έργων, όπως σύγχρονα εκπαιδευτήρια, γυμναστήρια, ναούς και άλλα δημόσια κτίρια. Έλειπε όμως από την Καβάλα ένα νοσοκομείο που θα περιέθαλπε τον ελληνισμό της πόλης. Υπήρχε βέβαια το νοσοκομείο «Διεθνές», στη θέση του σημερινού Γενικού Νοσοκομείου Καβάλας, αλλά αυτό βρισκόταν υπό μουσουλμανική διεύθυνση.
Θα φτάσουμε στο 1895, όταν ένας μεγαλέμπορος της πόλης, ο Σπύρος Σεκερτζής, ανέλαβε τη δαπάνη της ανέγερσης του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», εκεί που βρίσκεται σήμερα ο «Πυθαγόρας». Έχουν σωθεί κάποιες φωτογραφίες της εποχής εκείνης, όπου μπορεί κανείς να δει αυτό το νοσοκομείο, το οποίο, σύμφωνα με προξενική έκθεση της εποχής, «συντηρεί 18 κλίνας δι’ ετήσιου προϋπολογισμού 600 λιρών, δι’ ας συνεισφέρει η Φιλόπτωχος Αδελφότης των Ελληνίδων Κυριών, εις μετρητά 120 λίρας ετησίως, ως και τον ιματισμόν ολόκληρον, αι εκκλησίαι συνεισφέρουσιν 100 λίρας, το δε υπόλοιπον καλύπτεται δια τακτικών και εκτάκτων συνδρομών των πολιτών».
Κατά τη διάρκεια όμως της βουλγαρικής κατοχής (και ειδικά μετά το 1912) το νοσοκομείο μπαίνει σε μια δύσκολη εποχή, για να σταματήσει οριστικά τη λειτουργία του μετά την απελευθέρωση και την ενσωμάτωση της περιοχής στο ελληνικό κράτος. Το 1927 το κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως εθνικό ορφανοτροφείο.
Όμως η 3η βουλγαρική κατοχή στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο Εμφύλιος που θα ακολουθήσει έδωσαν τη χαριστική βολή και σ’ αυτή τη νέα χρήση του κτιρίου, το οποίο θα εγκαταλειφθεί οριστικά πια με τη λήξη του Εμφυλίου.
Πηγές: Χιόνης Κ., «Οι γιατροί της Θάσου και της Καβάλας κατά την περίοδο 1860 – 1930», «Θασιακά», έκδ. Θασιακής Ένωσης Καβάλας, τόμος πέμπτος, Καβάλα 1988. | Απότας Κ., «Θρησκευτικές κοινότητες της Καβάλας από τα μέσα του 19ου μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα», εκδ. Δημοτικό Μουσείο Καβάλας, Καβάλα 2006. | Εφημερίδα Κήρυξ, «Από τα χρόνια της δράσης», 9 Νοεμβρίου 1927.
Φωτογραφικό αρχείο:
Ιωάννης Κωνσταντινίδης (1848 – 1917)
Εις Τα Εγκαίνεια Του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός»
Νοσοκομείον τι θα πει; Χριστού καρδιάς κομμάτι,
στου ουρανού τ΄ ανέβασμα το πρώτο σκαλοπάτι,
του παραδείσου μια φωλιά, στολίδι κάθε τόπου,
το θείον ευαγγέλιον του κάθε φιλανθρώπου,
όπου πονεί σαν αδελφός τον άλλον ομοιόν του,
χωρίς να κάνει διαφοράν στον άσπονδον εχθρόν του.
Όλων των άλλων αρετών της γης η ανωτέρα,
στα σκότη μέσα της ζωής μια λαμπηρά ημέρα.
Όλων του κόσμου των λαών παγκόσμιος θρησκεία,
ένας παλμός που συγκινεί κι αναίσθητη καρδία.
Τ΄ ανθρώπου συναπάντησις με του Θεού το βλέμμα
και τέλος του πολιτισμού η κορυφή, το στέμμα.
Γι΄ αυτό και καθεμιά καρδιά χαίρεται κι αγαλλιάζει,
σαν βλέπει τέτοια εορτή μια πόλη να γιορτάζει.
Σήμερον καλοτύχησα αλήθεια την Καβάλα
και τα κακά της λησμονώ όλα μικρά μεγάλα.
Και καύχημά μου θεωρώ εγώ παιδί της Κρήτης,
πως της Καβάλας λέγομαι κ΄ εγώ ένας πολίτης.
Αλήθεια! πόσα θαύματα δεν κάμνει η γενιά μας,
φιλοτιμία εθνική σαν καίει την καρδιά μας;
Και η αγάπη του Χριστού ποτίζει την ψυχήν μας,
όρη κινούνται και βουνά εμπρός στη θέληση μας.
Απ΄ το μηδέν, το τίποτε, πόσα δεν κατορθώνει
η σιδερένια θέλησις ενός ανθρώπου μόνη;
Γι΄ αυτό δεν είναι εντροπή πως το ΄χει καύχημά του
εκείνος που εμόχθησε με όλη την καρδιά του
σε μια Σαχάρα για να βρει νερό με τέτοια βρύση,
κ΄ ηύρε τ΄ αηδόνι αφορμή να γλυκοκειλαδήσει.
Και κειλαδεί χαρούμενο με την λαλιά την πρώτη
και χαιρετά ολόχαρο τον ρέκτη τον Δεσπότη
και ένα τέκνο του λαού π΄ ανέλπιστα εφάνη,
τέτοια λουλούδια του λαού η γη μόνον βλαστάνει.
Κ΄ εξάφνου χύνει μυρωδιά το ταπεινό θυμάρι,
όπου σε κρίνου μυρωδιά δεν βρίσκεις τέτοια χάρη.
Σπυράκι, δεν το πίστευα να έχεις τέτοια χάρη,
για να κινήσεις ποιητού της λύρας το δοξάρι,
και να σου ψάλλει σήμερον χαρούμενα τραγούδια,
να τα στολίζει αμάραντα αθάνατα λουλούδια.
Συ που πονούσες στον παρά εξάφνου τον σκορπίζεις,
των πονεμένων τες καρδιές με χάρη να δροσίζεις.
Ποτέ δεν εφαντάζουμουν από τα χρήματά σου
για να ΄ναι πλουσιότερη στα πλούτη η καρδιά σου.
Με στέρησες επαίδευες το ταπεινό κορμί σου,
να δείξεις μεγαλoπρεπή μια μέρα την ψυχή σου.
Ζήσε λοιπόν, να χαίρεσαι μια τέτοια καλοσύνη
παντοτινό παράδειγμα στη χώρα μας να μείνει.
Όποιος σκορπίζει άστοχα τα πλούτη στο αέρα,
χωρίς στην ανθρωπότητα ποτέ καλό να κάνει,
το όνομά του χάνεται άδικα στον αέρα,
ευθύς ως θ΄ αποθάνει.
Μα όσοι στην πτώχεια γεννηθούν και ξεύρουν πτώχεια μόνο,
μέρα και νύκτα δέρνονται μ΄ εν όνειρο και μόνο,
να ζουν με κάθε στέρηση, πλούτη να θησαυρίζουν
και για της πτώχειας το καλόν μια μέρα να φροντίζουν.
Κ΄ εις τον κρυφόν τον πόθον των χαίρεται η καρδιά των,
σαν βλέπουμε πραγματικά να βγουν τα όνειρά των.
Και τώρα πλέον ο πτωχός, ο δύσμοιρος ο ξένος,
που μέρα νύκτα δέρνεται και λιώνει το κορμί του
κι απ΄ τον πολύ τον κάματον ωχρός και μαραμένος,
και κινδυνεύει απ΄ αρρωστιά να χάσει τη ζωή του,
δεν θα ΄χει το καρδιόκτυπο εκείνο και τον τρόμον,
σαν αρρωστήσει, να βρεθεί παντέρημος στον δρόμον.
Θα βρεί γιατρούς και γιατρικά, κ΄ εις το προσκέφαλόν του
ξένον να παραστέκεται ωσάν τον αδελφόν του
στες φλόγες του πυρετού, τες ζάλες να δροσίζει,
γλυκά να τον παρηγορεί, να τον καλοκαρδίζει.
Κ΄ εις την εικόνα του Χριστού θα βρίσκει την ελπίδα
και την Καβάλα θα πονεί με πόνο σαν πατρίδα.
Γιατί τον ψυχοπόνεσε μέσα στην αρρώστια του
σαν μάνα του φιλόστοργη και είδε την υγεία του.
Θα τρέχει για ανταπόδοση ότι μπορεί να κάμει,
τον αδελφόν τον ασθενή με πόνο να συνδράμει.
Ευλογημένο τρεις φορές το χέρι όπου δίνει,
όπου συντρέχει και πονεί μια τέτοια καλοσύνη.
Βιβλιογραφία: Χιόνης Κ., «Ο ποιητής Ιωάννης Κωνσταντινίδης και το έργο του (1848 – 1917), εκδ. Δημοτικό Μουσείο Καβάλας, Καβάλα 1978