Πρόσφεραν μια καθηλωτική δουλειά – Σεργιάνι στον ρωμαίικο ψυχισμό του λαού μας
21 Ιανουαρίου, 2013
Τελικά αποδεικνύεται ότι δεν απαιτούνται πολλά φκιασίδια για να ετοιμαστεί και να παρουσιαστεί επί σκηνής μια καλή θεατρική δουλειά. Αρκεί το μεράκι και το ταλέντο μιας νεανικής ομάδας, ένα εξαιρετικό κείμενο και φαντασία προκειμένου να δημιουργηθεί μια νέα μορφή επαφής με το κοινό. Αυτά τα συστατικά υπήρχαν και το μίγμα τους στάθηκε η βάση για τη δραματοποιημένη αφήγηση του «Διπλού Βιβλίου» από τη θεατρική ομάδα PEQUOD στη σκηνή του θεάτρου «Αντιγόνη Βαλάκου» το βράδυ του Σαββάτου.
Η Νικολίτσα Ντρίζη, ο Δημήτρης Ξανθόπουλος και η Αγγελική Παπαθεμελή, περίμεναν το κοινό καθισμένοι σε ένα παγκάκι στο κέντρο της σκηνής. Φορώντας τα καθημερινά ρούχα τους, άνευ άλλων κουστουμιών ή σκηνικών, ανέμεναν τη στιγμή που το τρίτο κουδούνι θα έδινε το σύνθημα για το έναυσμα της παραστάσεως. Μιας παραστάσεως βασισμένης στο «Διπλό Βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή, τυπωμένο αμέσως μετά την πτώση της χούντας, το οποίο πατά πάνω στον πολιτικό λόγο και σεργιανά στον ρωμαίικο ψυχισμό της γενιάς που αποτέλεσε την τάξη των «γκάσταρμπαιτερ». Των φιλοξενούμενων εργατών στις φάμπρικες της Γερμανίας και όχι μόνο, που έζησαν μοναχικά στο περιθώριο της ξένης κοινωνίας, όντας δυο φορές ξένοι. Όχι μόνο εκεί μακριά ξένοι, αλλά περισσότερο ξένοι στην ίδια τους την πατρίδα όταν επέστρεψαν κουβαλώντας τις διαψευσμένες ελπίδες τους για ένα καλύτερο αύριο.
Η επιτυχία της τριμελούς θεατρικής ομάδας ήταν η καθήλωση και η προσήλωση του κοινού, που δεν απομακρύνθηκε από την πυκνή ροή του κειμένου ούτε για ένα λεπτό. Μέσω της δραματοποιημένης αφήγησης, καβαλιώτες διαφόρων ηλικιών ξανάζησαν τα βάσανα μιας γενιάς που ξενιτεύτηκε, χωρίς να αποφύγουν τους συνειρμούς και τις συγκρίσεις με το σήμερα. Αφού η φτωχή Ελλάδα του τότε που έδιωξε τα παιδιά της, το επαναλαμβάνει για μία ακόμη φορά, ως απόδειξη πως ποτέ δε θα μάθει από τα λάθη της.
Ο Δημήτρης Χατζής χώρισε το βιβλίο του σε θεματικές ενότητες, καθεμία από τις οποίες ανατρέχει όχι μόνο στη ζωή του κεντρικού πρωταγωνιστή Κώστα, αλλά και στις ζωές του περιβάλλοντός του. Ο δε τίτλος του θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως παραπομπή στο γεγονός ότι πέραν του Κώστα υπάρχει και ο «συγγραφέας», με στιγμές να διαδέχονται ο ένας τον άλλον σε επίπεδο αφηγήσεως.
Οι χρονικές περίοδοι δεν ακολουθούν λογική σειρά. Τα επιμέρους κεφάλαια της Γερμανίας μπλέκονται με εκείνα της Ελλάδας κι έτσι οι θεατές μέσω της αφηγήσεως σεργιανούσαν από το εργοστάσιο «Αουτέλ» της Στουτγάρδης στο ξυλάδικο του Βόλου, από τον ταπεινό ράφτη πατέρα μέσα στο κελί στην επιλογή της αδελφής Αναστασίας, από τον έρωτα του Κώστα για την Γερμανίδα Έρικα στη σχέση του παλιννοστούντα φίλου Σκουρογιάννη με τη νεαρή αρκούδα της Πίνδου, από την καταναλωτική λεωφόρο της Γερμανίας στο εστιατόριο του Σταύρου.
Το τέλος ωστόσο του βιβλίου ουσιαστικά δεν υπάρχει. Ο επίλογος είναι τόσο δυσδιάκριτος, ώστε οι ηθοποιοί μετά την τελευταία τους ατάκα έπαυσαν και περίμεναν. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά δευτερόλεπτα πριν το κοινό αντιληφθεί πως η παράσταση είχε ολοκληρωθεί και να χειροκροτήσει τους συντελεστές της εξαιρετικής αφηγήσεως. Η πίκρα, η φτώχεια, η αναγκαστική μετανάστευση, ο εμφύλιος σπαραγμός του έθνους μας, η μοναξιά, η αλλοτρίωση, η διάψευση των ελπίδων του επαναπατρισμού, η επανάληψη της ρωμαίικη ιστορίας ενός λαού που δε μοιάζει να μαθαίνει από τα λάθη του παρελθόντος, χαράζουν μέσα από τις γραμμές του Δημήτρη Χατζή μονοπάτια στο μυαλό όσων σεργιανούν στο «Διπλό Βιβλίο» του.
«Γιατί ρωμαίικο Κώστα, θα το μάθεις κάποτε, δεν είναι τόπος, δεν είναι κόσμος, εργοστάσια, ξυλάδικα, τίμιες δουλειές που θέλεις εσύ –είναι καημός μονάχα…»
«…εγώ, λοιπόν, πρέπει να ’μαι ο πιο γνήσιος πολίτης της πολιτείας των ξένων – ο ιθαγενής… ο ξενότερος απ’ όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων…»
«Εκείνοι της αντίστασης, ήταν όλοι τους σπουδαία παιδιά, μια γενιά σπουδαία
παιδιά. Και πήγαν χαμένοι – σαν το σκυλί στ’ αμπέλι…»
«Ο μικρός ράφτης της Σούρπης, που ’χε φτάσει να γίνει αρχηγός των ανθρώπων στον τόπο του, δεν μπορούσε να ξέρει γι’ αυτά. Μπορούσε μόνο να ξέρει πως είχανε νικηθεί, πως η δίκη τους δεν θα ’τανε δίκη, η θανατική καταδίκη τους ήτανε σίγουρη…»
Ακόμη κι αν κάποιος δεν κατάφερε, δεν πρόλαβε ή δε αποφάσισε να παρακολουθήσει την καθηλωτική δουλειά που παρουσίασε επί διήμερο η θεατρική ομάδα PEQUOD στη σκηνή του «Αντιγόνη Βαλάκου», εκείνο που μπορεί άνετα να πράξει είναι να προμηθευτεί το «Διπλό Βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή και να βουτήξει στον ρωμαίικο ψυχισμό ενός λαού, να διαβάσει αποσπάσματα όπως τα προαναφερόμενα και να τολμήσει μια εθνική αυτοκριτική.
Πηγή: www.proininews.gr