Εμπόριο
Χάρη στο λιμάνι της, στην πλούσια ενδοχώρα της και στη γεωγραφική της θέση (σταθμός στους οριζόντιους και κάθετους χερσαίους και θαλάσσιους δρόμους της περιοχής) η πόλη γνώρισε, από την αρχαιότητα ακόμη, φάσεις εμπορικής ανάπτυξης.
Από το 16ο αιώνα είναι κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου. Στο λιμάνι της συγκεντρώνονται τα σιτηρά της ενδοχώρας και το προϊόν των μεταλλευτικών περιοχών Καβάλας και Πραβίου για να διακινηθούν κυρίως προς τα μεγάλα κέντρα της Αυτοκρατορίας και την Ευρώπη.
Στις αρχές του 18ου αιώνα οι Γάλλοι και οι Βενετοί εγκαθιστούν σ’ αυτή τη μικρή «σκάλα του Λεβάντε» προξενεία και εμπορικούς οίκους και διακινούν αγροτικά προϊόντα της περιοχής και πρώτες ύλες. Τότε η Καβάλα συνδέεται απευθείας με το λιμάνι της Μασσαλίας.
Η μεγάλη ανάπτυξη της Καβάλας αρχίζει στα μέσα του 19ου αιώνα, στο πλαίσιο της διείσδυσης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε η ενδοχώρα εξειδικεύεται στην καλλιέργεια του καπνού, η πόλη συγκεντρώνει τις υπηρεσίες που ασχολούνται με τη διεκπεραίωση των καπνεμπορικών υποθέσεων της ευρύτερης περιοχής (προξενεία, εμπορικούς οίκους κ.λπ.) και το λιμάνι αναδεικνύεται σε κέντρο επεξεργασίας του προϊόντος και διακίνησής του προς τις εξωτερικές αγορές.
Η εμπορική ανάπτυξη είναι θεαματική και στις αρχές του 20ού αιώνα η Καβάλα είναι το κορυφαίο εξαγωγικό λιμάνι της Μακεδονίας, με την αξία των εξαγωγών του να ανέρχεται σε 2,5 εκατομμύρια αγγλικές λίρες (της Θεσσαλονίκης ήταν περίπου 1,5 εκατομμύριο). Στο εξαγωγικό εμπόριο του λιμανιού συμμετέχουν περισσότερα από 30 κράτη, ενώ στην πόλη δραστηριοποιούνται πάνω από 60 μεγάλες καπνεμπορικές εταιρείες, ελληνικές, ευρωπαϊκές και αμερικανικές.
Χάρη στο καπνεμπόριο η Καβάλα γίνεται βασικός σταθμός στα δρομολόγια των ατμοπλοϊκών εταιρειών. Της αυστριακής Lloyd, των γαλλικών Messageries Maritimes και Fraissinet. Από το λιμάνι περνούν επίσης τακτικές γραμμές τουρκικών, ελληνικών και αιγυπτιακών πλοίων και κατά διαστήματα αγγλικών, ρωσικών, αμερικανικών, ολλανδικών, γερμανικών κ.ά.
Τα ευρωπαϊκά κράτη που έχουν εμπορικά συμφέροντα στην περιοχή εγκαθιστούν στην πόλη προξενικές αρχές (υποπροξενεία ή προξενικά πρακτορεία): Αυστρία (1829), Ελλάδα (1835), Γαλλία (1844), Γερμανικά κρατίδια – Πρωσία – Γερμανία (δεκαετία του 1850), Σαρδηνία (1857), Αγγλία (1858), Ιταλία (1867), Ρωσία (1868), Ολλανδία (1877), Ισπανία (1886).
Η εμπορική ανάπτυξη μεταμορφώνει μέσα σε λίγες δεκαετίες την ασήμαντη κωμόπολη σε εύρωστη πόλη. Η Καβάλα γίνεται πόλος έλξης για Έλληνες, Εβραίους και Ευρωπαίους εμπόρους και για εργάτες που αναζητούν δουλειά στα καπνομάγαζα. Η αύξηση του πληθυσμού της είναι θεαματική (3.000 – 4.000 κάτοικοι στα 1840, περίπου 25.000 στα 1920) όπως και η οικιστική επέκταση της πόλης.
Άλλη συνέπεια είναι η διαστρωμάτωση της κοινωνίας: Συγκροτείται ένα ισχυρό αστικό στρώμα, αποτελούμενο κυρίως από Έλληνες και Εβραίους, που συγκεντρώνει πλούτο από καπνεμπορικές και άλλες παράλληλες δραστηριότητες, ενώ στον αντίποδα βρίσκεται μια πολυπληθής εργατική τάξη, των εποχιακά απασχολούμενων καπνεργατών, που στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα αριθμεί 14.000 – 16.000 άτομα.
Οι τάσεις αυτές κορυφώνονται στη δεκαετία του 1920, τη χρυσή εποχή του καπνεμπορίου. Όμως την επόμενη δεκαετία του 1930 η παγκόσμια οικονομική κρίση επιφέρει καίριο πλήγμα στην πόλη: Οι εξαγωγές περιορίζονται στο ελάχιστο, πολλοί καπνέμποροι χρεοκοπούν, διαλύουν τις επιχειρήσεις του και φεύγουν από την πόλη, ενώ και οι παραγωγοί και οι καπνεργάτες αντιμετωπίζουν το φάσμα της ανεργίας και της πείνας.
Πηγή: Κυριάκος Λυκουρίνος, Γενικά αρχεία του κράτους, Αρχεία Νομού Καβάλας