Πρόσφυγες
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, η Καβάλα δέχτηκε δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες εξ αιτίας της γεωγραφικής της θέσης και του λιμανιού της αλλά και λόγω της οικονομικής της ευρωστίας. Η πόλη φημιζόταν ως το Ελδοράδο της καπνικής οικονομίας και οι πρόσφυγες προσδοκούσαν ότι θα βρουν εργασία στα πολυάριθμα καπνεργοστάσιά της. Με την εγκατάσταση των προσφύγων αλλάζει η φυσιογνωμία της πόλης. Μέχρι το 1920 η Καβάλα απλωνόταν σε έκταση 102 εκταρίων και είχε 23.000 κατοίκους (22.939, σύμφωνα με την απογραφή του 1920). Μετά την ολοκλήρωση της προσφυγικής εγκατάστασης και τη δημιουργία των προσφυγικών συνοικισμών, ο πολεοδομικός ιστός της εκτείνεται στα 206 εκτάρια (αύξηση πάνω από 100%), ενώ ο πληθυσμός της υπερδιπλασιάζεται και ξεπερνά τις 50.000 (50.852, σύμφωνα με την απογραφή του 1928). Τότε η Καβάλα ήταν η τέταρτη πολυπληθέστερη πόλη της Ελλάδας (μετά την Αθήνα – Πειραιά, Θεσσαλονίκη και Πάτρα) και η δεύτερη μεγαλύτερη προσφυγούπολη της χώρας, με ποσοστό προσφύγων επί του συνολικού πληθυσμού 57% (το δεύτερο μετά το 70% της Δράμας).
Η εγκατάσταση ενός τεράστιου, για τα δεδομένα της Καβάλας, νέου πληθυσμού (οι 28.927 πρόσφυγες ήταν τριπλάσιοι σχεδόν από τους μουσουλμάνους που την εγκατέλειψαν το 1924 με την ανταλλαγή των πληθυσμών), θα δοκιμάσει με βίαιο τρόπο τις υποδομές της πόλης και η ομαλή απορρόφηση των προσφύγων θα συναντήσει μεγάλες δυσκολίες. Τον πρώτο καιρό οι πρόσφυγες διαμένουν σε σκηνές ή βρίσκουν καταφύγιο σε παράγκες και εγκαταλειμμένα κτήρια, σε σχολεία, εκκλησίες και τζαμιά, σε ξενοδοχεία, χάνια και λέσχες, κυρίως όμως σε καπναποθήκες. Πολλοί στεγάζονται στα ίδια σπίτια με τους μουσουλμάνους ενοίκους τους, στην Παναγία και στις άλλες μουσουλμανικές συνοικίες και μετά την αναχώρηση του μουσουλμανικού στοιχείου μοιράζονται την ίδια στέγη πολλά άτομα, υπό συνθήκες ασφυκτικής συνύπαρξης.
Από το 1924 αρχίζει η ανέγερση των προσφυγικών συνοικισμών στο αδόμητο ανατολικό και δυτικό μέρος της πόλης (Πεντακόσια και Αγία Βαρβάρα στα ανατολικά, Χίλια, Δεκαοκτώ, Βύρωνας και Γκιρτζή στα δυτικά, συνοικισμός της ΕΑΠ στη Δεξαμενή), ενώ αρχίζει και το πρόγραμμα αυτοστέγασης των προσφύγων, με την ανέγερση σπιτιών σε ακατοίκητες ή αραιοκατοικημένες περιοχές (Δεξαμενή, Ποταμούδια, Αγία Παρασκευή, Προφήτης Ηλίας κ.ά.). Το πρόγραμμα της στέγασης θα ολοκληρωθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν θα δημιουργηθούν νέες συνοικίες (Κηπούπολη, Καλαμίτσα), που θα απορροφήσουν τον πλεονάζοντα πληθυσμό που συνωστιζόταν στα ανταλλάξιμα ακίνητα, σε υπόγεια των προσφυγικών συνοικισμών, σε παράγκες, παραπήγματα κ.λπ.
Την ομαλή απορρόφηση των προσφύγων θα ανακόψει και η οικονομική κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1930, που θα πλήξει την οικονομία της πόλης (κυρίως το καπνεμπόριο), θα επιφέρει μεγάλη ανεργία και θα προκαλέσει όξυνση των κοινωνικών συγκρούσεων και των εργατικών αγώνων. Οι προσφυγικοί πληθυσμοί θα διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στις κοινωνικές διεκδικήσεις και θα σφραγίσουν με την παρουσία τους την πολιτική ζωή της Καβάλας. Πολλοί από τους δημάρχους και νομάρχες της πόλης καθώς και βουλευτές του Νομού Καβάλας ήταν πρόσφυγες ή απόγονοι προσφύγων.
Με την εγκατάσταση των Μικρασιατών, Θρακών, Ποντίων, Κωνσταντινουπολιτών και λοιπών προσφύγων, η Καβάλα θα διαμορφώσει μια «πολύχρωμη» κοινωνία και μια νέα πολιτισμική ταυτότητα, η οποία διατηρείται ακόμη στην κουζίνα, στα ήθη – έθιμα, στους χορούς και τα τραγούδια.
Πηγή: Κυριάκος Λυκουρίνος, Γενικά αρχεία του κράτους, Αρχεία Νομού Καβάλας